- ἐπιβρίθω
- ἐπιβρί̱θω , ἐπιβρίθωfallpres subj act 1st sgἐπιβρί̱θω , ἐπιβρίθωfallpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιβρίθω — ἐπιβρίθω (Α) 1. πέφτω επάνω σε κάτι με όλο μου το βάρος, πιέζω με το βάρος μου 2. (για βροχή) πέφτω ορμητικά («πόντῳ ἐπιβρίσασαι ἄελλαι») 3. (για λοιμό ή άλλο κακό) ενσκήπτω 4. (για πλούτο) συσσωρεύομαι 5. (για πλήθος) συνωθούμαι 7. (για εποχή)… … Dictionary of Greek
ἐπιβρῖθον — ἐπιβρίθω fall pres part act masc voc sg ἐπιβρίθω fall pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβρῖσαι — ἐπιβρίθω fall aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβρῖσαν — ἐπιβρίθω fall aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβρίσει — ἐπιβρί̱σει , ἐπιβρίθω fall aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιβρί̱σει , ἐπιβρίθω fall fut ind mid 2nd sg ἐπιβρί̱σει , ἐπιβρίθω fall fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβρίσηι — ἐπιβρί̱σῃ , ἐπιβρίθω fall aor subj mid 2nd sg ἐπιβρί̱σῃ , ἐπιβρίθω fall aor subj act 3rd sg ἐπιβρί̱σῃ , ἐπιβρίθω fall fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβρίσουσιν — ἐπιβρί̱σουσιν , ἐπιβρίθω fall aor subj act 3rd pl (epic) ἐπιβρί̱σουσιν , ἐπιβρίθω fall fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιβρί̱σουσιν , ἐπιβρίθω fall fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβρίσῃ — ἐπιβρί̱σῃ , ἐπιβρίθω fall aor subj mid 2nd sg ἐπιβρί̱σῃ , ἐπιβρίθω fall aor subj act 3rd sg ἐπιβρί̱σῃ , ἐπιβρίθω fall fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβριθόντων — ἐπιβρῑθόντων , ἐπιβρίθω fall pres part act masc/neut gen pl ἐπιβρῑθόντων , ἐπιβρίθω fall pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβρισάντων — ἐπιβρῑσάντων , ἐπιβρίθω fall aor part act masc/neut gen pl ἐπιβρῑσάντων , ἐπιβρίθω fall aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)